- μελίλωτο
- το (Α μελίλωτον)βλ. μελίλωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελιλώτινος — μελιλώτινος, η, ον (Α) [μελίλωτο] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μελίλωτο («μελιλώτινοι στέφανοι», Αλεξ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μελιλώτινον με γλυκύτητα μελιλώτου … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μελίλωτος — (Melilotus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Πρόκειται για ποώδη φυτά, ιθαγενή της Ευρώπης, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής, με ευχάριστη μυρωδιά που θυμίζει βανίλια. Τα κοινότερα είδη του γένους είναι το νυχάκι… … Dictionary of Greek